- προσάγω
- ΝΜΑ1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.)2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν.γ. «ἀπιέναι ἐκέλευον αὐτοὺς καὶ πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον», Θουκ.)νεοελλ.ναυτ.1. φέρνω την πλώρη τού πλοίου κοντά στην ευθεία τού ανέμου, ορτσάρω2. (η προστ. τού ενεστ.) πρόσαγε!(ναυτ. κέλευσμα) όρτσα (α)λα μπάντααρχ.1. παρέχω2. προσθέτω3. κινώ ή φέρνω κάτι προς κάτι άλλο («τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ κάτω», Ηρόδ.)4. (σχετικά με εδέσματα) παραθέτω5. φέρνω κοντά («μὴ πρόσαγε τὴν χεῑρά μοι», Αριστοφ.)6. στρ. οδηγώ στράτευμα ή πολεμικά μέσα εναντίον κάποιου7. εισάγω8. οδηγώ προς κάποιον ή προς ένα μέρος («ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε», Ευρ.)9. φέρνω αγγελία, προσαγγέλλω*10. αυξάνω μίσθωμα ή τέλος («ᾧ προσάγω ὑπὲρ ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς ἑξήκοντα», Ξεν.)11. κάνω ερώτηση12. προβάλλω επιχείρημα13. (αμτβ.) α) πορεύομαι εναντίον κάποιουβ) πλησιάζω κάποιον, προσεγγίζωγ) συνεχίζω14. (μέσ. και παθ.) προσάγομαια) προσκολλώμαι σε κάτιβ) φέρνω προς το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («χρήμασι καὶ δωρεαῑς τὸν δῆμον προσάγεσθαι», Πλάτ.)γ) εφιστώ την προσοχή κάποιου, τόν αναγκάζω να προσέξει («ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῑν... ἡμᾱς... προσήγετο», Σοφ.)δ) πείθω κάποιον εντελώςε) εναγκαλίζομαιστ) παίρνω κάτι μαζί μουζ) εισάγω από ξένη χώρα («προσάγεται τε ὦν δεῑται καὶ ἀποπέμπεται ἃ βούλεται», Ξεν.)η) επιβαρύνω («συνέβη ναῡλον ἡμῑν προσάγεσθαι τοῡ πλοίου», πάπ.)15. φρ. α) «λόγῳ προσάγω ὅτι» — εισάγω τον ισχυρισμό ότιβ) «προσάγω ὅρκον τινί» — κάνω κάποιον να ορκιστεί, τόν βάζω να πάρει όρκογ) «προσάγω τὴν ναῡν» — προσορμίζομαιδ) «πάντων προσάγομαι ὄμματα» — προσελκύω τα βλέμματα όλων, επισύρω την προσοχή όλων.
Dictionary of Greek. 2013.